- υαλοποιήσιμος
- -η, -οπου μπορεί να υαλοποιηθεί, που επιδέχεται υαλοποίηση (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υαλοποιήσιμος — η, ο, Ν [υαλοποίηση] αυτός που επιδέχεται υαλοποίηση … Dictionary of Greek